Αϊνόρι ή Αγιονόρι — Βουνό στην οροσειρά που χωρίζει την Αργολίδα από την Κορινθία (περ. 1.000 μ.). Στην ομώνυμη κλεισούρα καταστράφηκε μεγάλο μέρος από τον στρατό του Δράμαλη, που υποχωρούσε προς την Κόρινθο (28 Ιουλίου 1822). Τη διάβαση, που ο Δράμαλης από… … Dictionary of Greek
Αρσένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο Μέγας (354 μ.Χ. – ; 445 μ.Χ.). Ρωμαίος σοφός, διάκονος και παιδαγωγός των γιων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πέθανε μοναχός στη λιβυκή σκήτη της Αφρικής. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαΐου και από τη… … Dictionary of Greek
Νικηταράς — (Μεγάλη Αναστασίτσα, Αρκαδία 1780 – Πειραιάς 1849). Ψευδώνυμο του αγωνιστή της Επανάστασης του 1821, Νικήτα Σταματελόπουλου. Ανιψιός τού Κολοκοτρώνη, ακολούθησε παιδί ακόμα τους αγωνιστές στα βουνά της Πελοποννήσου, μετά την εκτέλεση του πατέρα… … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek